αὐταρχία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | αὐταρχίᾱ | αἱ | αὐταρχίαι |
| γενική | τῆς | αὐταρχίᾱς | τῶν | αὐταρχιῶν |
| δοτική | τῇ | αὐταρχίᾳ | ταῖς | αὐταρχίαις |
| αιτιατική | τὴν | αὐταρχίᾱν | τὰς | αὐταρχίᾱς |
| κλητική ὦ! | αὐταρχίᾱ | αὐταρχίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | αὐταρχίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | αὐταρχίαιν | ||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αὐταρχία < αὔταρχος + -ία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.