αἱμωδιάω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

αἱμωδιάω < αἱμωδία < αἷμα[1] + ὀδούς/ὀδών

Ρήμα

αἱμωδιάω (& συνηρημένο: αἱμωδιῶ)

  1. έχω τα δόντια και τα ούλα ναρκωμένα ή μουδιασμένα
  2. κάνω τα δόντια και τα ούλα ναρκωμένα ή μουδιασμένα
  3. τρέχει σάλιο από το στόμα μου

Συγγενικά

Αναφορές

  1. Ο Μπαμπινιώτης υποθέτει από αμάρτυρο τύπο *αἱμός=πόνος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.