αϊνστάνιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αϊνστάνιο τα αϊνστάνια
      γενική του αϊνστανίου
& αϊνστάνιου
των αϊνστανίων
    αιτιατική το αϊνστάνιο τα αϊνστάνια
     κλητική αϊνστάνιο αϊνστάνια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

αϊνστάνιο ουδέτερο

Μεταφράσεις

 δείτε τη λέξη αϊνσταΐνιο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.