αχολόι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αχολόι | τα | αχολόγια |
| γενική | του | αχολογιού | των | αχολογιών |
| αιτιατική | το | αχολόι | τα | αχολόγια |
| κλητική | αχολόι | αχολόγια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τσάι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αχολόι ουδέτερο
- θόρυβος, αχός
- ※ Ακουγόταν το φυσομάνι και το αχολόι της θάλασσας κι ανάμεσα σούρσιμο σα να σάρωνε την άμμο σκούπα πλατειά (Μεγάλη εγκυκλοπαίδεια της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Α-Αλαβάστρα, Χάρης Πάτσης, Έκδοση Κέντρου Ευρωπαϊκών Εκδόσεων, 1995, σελ. 211)
Μεταφράσεις
αχολόι
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.