αφαιρέτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αφαιρέτης | οι | αφαιρέτες |
| γενική | του | αφαιρέτη | των | αφαιρετών |
| αιτιατική | τον | αφαιρέτη | τους | αφαιρέτες |
| κλητική | αφαιρέτη | αφαιρέτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αφαιρέτης < (ελληνιστική κοινή) ἀφαιρέτης
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη αφαιρώ
Μεταφράσεις
αφαιρέτης
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.