ατσαλοσύνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ατσαλοσύνη | οι | ατσαλοσύνες |
| γενική | της | ατσαλοσύνης | των | ατσαλοσυνών |
| αιτιατική | την | ατσαλοσύνη | τις | ατσαλοσύνες |
| κλητική | ατσαλοσύνη | ατσαλοσύνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
ατσαλοσύνη
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.