ασφοδελίνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ασφοδελίνη οι ασφοδελίνες
      γενική της ασφοδελίνης των ασφοδελινών
    αιτιατική την ασφοδελίνη τις ασφοδελίνες
     κλητική ασφοδελίνη ασφοδελίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ασφοδελίνη < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ασφοδελίνη θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.