ασφαλτόστρωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ασφαλτόστρωμα τα ασφαλτοστρώματα
      γενική του ασφαλτοστρώματος των ασφαλτοστρωμάτων
    αιτιατική το ασφαλτόστρωμα τα ασφαλτοστρώματα
     κλητική ασφαλτόστρωμα ασφαλτοστρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ασφαλτόστρωμα < ασφαλτοστρώνω < άσφαλτος + στρώνω

Ουσιαστικό

ασφαλτόστρωμα ουδέτερο

  • επίστρωμα από άσφαλτο
    πήρα τηλέφωνο στο δήμο, για να επιδιορθωθούν μερικές ζημιές στο ασφαλτόστρωμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.