αστροστεφανωμένος

Ελληνικά (el)
| πτώση | ενικός | ||
|---|---|---|---|
| ονομαστική | αστροστεφανωμένος | αστροστεφανωμένη | αστροστεφανωμένο |
| γενική | αστροστεφανωμένου | αστροστεφανωμένης | αστροστεφανωμένου |
| αιτιατική | αστροστεφανωμένο | αστροστεφανωμένη | αστροστεφανωμένο |
| κλητική | αστροστεφανωμένε | αστροστεφανωμένη | αστροστεφανωμένο |
| πτώση | πληθυντικός | ||
| ονομαστική | αστροστεφανωμένοι | αστροστεφανωμένες | αστροστεφανωμένα |
| γενική | αστροστεφανωμένων | αστροστεφανωμένων | αστροστεφανωμένων |
| αιτιατική | αστροστεφανωμένους | αστροστεφανωμένες | αστροστεφανωμένα |
| κλητική | αστροστεφανωμένοι | αστροστεφανωμένες | αστροστεφανωμένα |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.