αστράκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αστράκι τα αστράκια
      γενική
    αιτιατική το αστράκι τα αστράκια
     κλητική αστράκι αστράκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αστράκι < υποκοριστικό του άστρο

Ουσιαστικό

αστράκι ουδέτερο

  1. (φυτό) λουλούδι του γένους Aster
  2. ζυμαρικό μικρού μεγέθους σε σχήμα άστρου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.