ασπροφρύδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ασπροφρύδα οι ασπροφρύδες
      γενική της ασπροφρύδας
    αιτιατική την ασπροφρύδα τις ασπροφρύδες
     κλητική ασπροφρύδα ασπροφρύδες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ασπροφρύδα < ασπροφρύδης +

Ουσιαστικό

ασπροφρύδα θηλυκό

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.