ασλάνι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ασλάνι | τα | ασλάνια |
| γενική | του | ασλανιού | των | ασλανιών |
| αιτιατική | το | ασλάνι | τα | ασλάνια |
| κλητική | ασλάνι | ασλάνια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ασλάνι < οθωμανική τουρκική ارسلان (arslan), τουρκική γλώσσα aslan
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.