ασηψία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ασηψία οι ασηψίες
      γενική της ασηψίας των ασηψιών
    αιτιατική την ασηψία τις ασηψίες
     κλητική ασηψία ασηψίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ασηψία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ασηψία θηλυκό

  1. η ιδιότητα τού άσηπτου
  2. θεραπευτική μέθοδος με την οποία προλαβαίνεται ή αποτρέπεται η μόλυνση πληγής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.