ασαμικά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | ασαμικά | ||
| γενική | των | ασαμικών | ||
| αιτιατική | τα | ασαμικά | ||
| κλητική | ασαμικά | |||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ασαμικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ασαμικός στον πληθυντικό < Ασάμ
Ουσιαστικό
ασαμικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- κωδικός: as
-
Ασσαμεζική γλώσσα στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.