ασήμωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ασήμωμα τα ασημώματα
      γενική του ασημώματος των ασημωμάτων
    αιτιατική το ασήμωμα τα ασημώματα
     κλητική ασήμωμα ασημώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ασήμωμα < ασημώνω

Ουσιαστικό

ασήμωμα ουδέτερο

  1. επένδυση ενός αντικειμένου με ασήμι, επαργύρωση
  2. (μτφ.) προσφορά ασημένιου κοσμήματος ή νομίσματος σε νεόνυμφους ή νεογέννητο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.