ασήμωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ασήμωμα | τα | ασημώματα |
| γενική | του | ασημώματος | των | ασημωμάτων |
| αιτιατική | το | ασήμωμα | τα | ασημώματα |
| κλητική | ασήμωμα | ασημώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ασήμωμα < ασημώνω
Ουσιαστικό
ασήμωμα ουδέτερο
- επένδυση ενός αντικειμένου με ασήμι, επαργύρωση
- (μτφ.) προσφορά ασημένιου κοσμήματος ή νομίσματος σε νεόνυμφους ή νεογέννητο
Μεταφράσεις
ασήμωμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.