αρχιψεύτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αρχιψεύτης | οι | αρχιψεύτες |
| γενική | του | αρχιψεύτη | των | αρχιψευτών |
| αιτιατική | τον | αρχιψεύτη | τους | αρχιψεύτες |
| κλητική | αρχιψεύτη | αρχιψεύτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συνώνυμα
- → δείτε τη λέξη ψευταράς
Μεταφράσεις
αρχιψεύτης
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.