αρχαιοφιλία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρχαιοφιλία οι αρχαιοφιλίες
      γενική της αρχαιοφιλίας των αρχαιοφιλιών
    αιτιατική την αρχαιοφιλία τις αρχαιοφιλίες
     κλητική αρχαιοφιλία αρχαιοφιλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αρχαιοφιλία < αρχαιόφιλος + -ία

Ουσιαστικό

αρχαιοφιλία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.