αρχίνημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αρχίνημα | τα | αρχινήματα |
| γενική | του | αρχινήματος | των | αρχινημάτων |
| αιτιατική | το | αρχίνημα | τα | αρχινήματα |
| κλητική | αρχίνημα | αρχινήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αρχίνημα < αρχινώ
Ουσιαστικό
αρχίνημα ουδέτερο
- η έναρξη μιας πράξης, ενός έργου, το αρχίνισμα
Μεταφράσεις
αρχίνημα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.