αρμένικα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | αρμένικα | ||
| γενική | των | αρμένικων | ||
| αιτιατική | τα | αρμένικα | ||
| κλητική | αρμένικα | |||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αρμένικα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αρμένικος στον πληθυντικό
Προφορά
- ΔΦΑ : /aɾˈme.ni.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐μέ‐νι‐κος
Μεταφράσεις
αρμένικα
|
→ δείτε τη λέξη αρμενικά |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.