αρμάθα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρμάθα οι αρμάθες
      γενική της αρμάθας των αρμαθών
    αιτιατική την αρμάθα τις αρμάθες
     κλητική αρμάθα αρμάθες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αρμάθα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

αρμάθα θηλυκό

  • πολλά όμοια πράγματα που είναι περασμένα σε κλωστή

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.