αριστείο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αριστείο | τα | αριστεία |
| γενική | του | αριστείου | των | αριστείων |
| αιτιατική | το | αριστείο | τα | αριστεία |
| κλητική | αριστείο | αριστεία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αριστείο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
αριστείο ουδέτερο
- βραβείο υπεροχής
Μεταφράσεις
αριστείο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.