αργιλοπλαστική
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αργιλοπλαστική | οι | αργιλοπλαστικές |
| γενική | της | αργιλοπλαστικής | των | αργιλοπλαστικών |
| αιτιατική | την | αργιλοπλαστική | τις | αργιλοπλαστικές |
| κλητική | αργιλοπλαστική | αργιλοπλαστικές | ||
| Συνήθως στον ενικό | ||||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αργιλοπλαστική < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
αργιλοπλαστική
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.