αραιώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ɾeˈo.no.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ραι‐ώ‐νο‐μαι
- ομόηχο: αραιώνομε
Ρήμα
αραιώνομαι, π.αόρ.: αραιώθηκα, μτχ.π.π.: αραιωμένος, (ενεργ.: αραιώνω)
- παθητική φωνή του ρήματος αραιώνω → δείτε και την κλίση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.