αραιότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αραιότητα | οι | αραιότητες |
| γενική | της | αραιότητας | των | αραιοτήτων |
| αιτιατική | την | αραιότητα | τις | αραιότητες |
| κλητική | αραιότητα | αραιότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αραιότητα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
αραιότητα θηλυκό
- η αραίωση
Μεταφράσεις
αραιότητα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.