αποχαύνωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αποχαύνωμα τα αποχαυνώματα
      γενική του αποχαυνώματος των αποχαυνωμάτων
    αιτιατική το αποχαύνωμα τα αποχαυνώματα
     κλητική αποχαύνωμα αποχαυνώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποχαύνωμα < αποχαυνώνω + -μα

Ουσιαστικό

αποχαύνωμα ουδέτερο (πιο δόκιμο στον ενικό)

  • η ενέργεια και το αποτέλεσμα του αποχαυνώνω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.