αποτινάσσω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποτινάσσω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποτινάσσω < ἀπό + τινάσσω
Συγγενικά
- αποτίναγμα
- αποτιναγμένος
- αποτίναξη
- → δείτε τις λέξεις από και τινάζω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποτινάσσω | αποτίνασσα | θα αποτινάσσω | να αποτινάσσω | αποτινάσσοντας | |
| β' ενικ. | αποτινάσσεις | αποτίνασσες | θα αποτινάσσεις | να αποτινάσσεις | αποτίνασσε | |
| γ' ενικ. | αποτινάσσει | αποτίνασσε | θα αποτινάσσει | να αποτινάσσει | ||
| α' πληθ. | αποτινάσσουμε | αποτινάσσαμε | θα αποτινάσσουμε | να αποτινάσσουμε | ||
| β' πληθ. | αποτινάσσετε | αποτινάσσατε | θα αποτινάσσετε | να αποτινάσσετε | αποτινάσσετε | |
| γ' πληθ. | αποτινάσσουν(ε) | αποτίνασσαν αποτινάσσαν(ε) |
θα αποτινάσσουν(ε) | να αποτινάσσουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποτίναξα | θα αποτινάξω | να αποτινάξω | αποτινάξει | ||
| β' ενικ. | αποτίναξες | θα αποτινάξεις | να αποτινάξεις | αποτίναξε | ||
| γ' ενικ. | αποτίναξε | θα αποτινάξει | να αποτινάξει | |||
| α' πληθ. | αποτινάξαμε | θα αποτινάξουμε | να αποτινάξουμε | |||
| β' πληθ. | αποτινάξατε | θα αποτινάξετε | να αποτινάξετε | αποτινάξτε | ||
| γ' πληθ. | αποτίναξαν αποτινάξαν(ε) |
θα αποτινάξουν(ε) | να αποτινάξουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αποτινάξει | είχα αποτινάξει | θα έχω αποτινάξει | να έχω αποτινάξει | ||
| β' ενικ. | έχεις αποτινάξει | είχες αποτινάξει | θα έχεις αποτινάξει | να έχεις αποτινάξει | ||
| γ' ενικ. | έχει αποτινάξει | είχε αποτινάξει | θα έχει αποτινάξει | να έχει αποτινάξει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποτινάξει | είχαμε αποτινάξει | θα έχουμε αποτινάξει | να έχουμε αποτινάξει | ||
| β' πληθ. | έχετε αποτινάξει | είχατε αποτινάξει | θα έχετε αποτινάξει | να έχετε αποτινάξει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποτινάξει | είχαν αποτινάξει | θα έχουν αποτινάξει | να έχουν αποτινάξει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποτινάσσομαι | αποτινασσόμουν(α) | θα αποτινάσσομαι | να αποτινάσσομαι | ||
| β' ενικ. | αποτινάσσεσαι | αποτινασσόσουν(α) | θα αποτινάσσεσαι | να αποτινάσσεσαι | ||
| γ' ενικ. | αποτινάσσεται | αποτινασσόταν(ε) | θα αποτινάσσεται | να αποτινάσσεται | ||
| α' πληθ. | αποτινασσόμαστε | αποτινασσόμαστε αποτινασσόμασταν |
θα αποτινασσόμαστε | να αποτινασσόμαστε | ||
| β' πληθ. | αποτινάσσεστε | αποτινασσόσαστε αποτινασσόσασταν |
θα αποτινάσσεστε | να αποτινάσσεστε | (αποτινάσσεστε) | |
| γ' πληθ. | αποτινάσσονται | αποτινάσσονταν αποτινασσόντουσαν |
θα αποτινάσσονται | να αποτινάσσονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποτινάχτηκα | θα αποτιναχτώ | να αποτιναχτώ | αποτιναχτεί | ||
| β' ενικ. | αποτινάχτηκες | θα αποτιναχτείς | να αποτιναχτείς | αποτινάξου | ||
| γ' ενικ. | αποτινάχτηκε | θα αποτιναχτεί | να αποτιναχτεί | |||
| α' πληθ. | αποτιναχτήκαμε | θα αποτιναχτούμε | να αποτιναχτούμε | |||
| β' πληθ. | αποτιναχτήκατε | θα αποτιναχτείτε | να αποτιναχτείτε | αποτιναχτείτε | ||
| γ' πληθ. | αποτινάχτηκαν αποτιναχτήκαν(ε) |
θα αποτιναχτούν(ε) | να αποτιναχτούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αποτιναχτεί | είχα αποτιναχτεί | θα έχω αποτιναχτεί | να έχω αποτιναχτεί | αποτιναγμένος | |
| β' ενικ. | έχεις αποτιναχτεί | είχες αποτιναχτεί | θα έχεις αποτιναχτεί | να έχεις αποτιναχτεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αποτιναχτεί | είχε αποτιναχτεί | θα έχει αποτιναχτεί | να έχει αποτιναχτεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποτιναχτεί | είχαμε αποτιναχτεί | θα έχουμε αποτιναχτεί | να έχουμε αποτιναχτεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αποτιναχτεί | είχατε αποτιναχτεί | θα έχετε αποτιναχτεί | να έχετε αποτιναχτεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποτιναχτεί | είχαν αποτιναχτεί | θα έχουν αποτιναχτεί | να έχουν αποτιναχτεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.