αποσβήνω

Νέα ελληνικά (el)


Ετυμολογία

αποσβήνω < αρχαία ελληνική ἀποσβέννυμι < ἀπό + σβέννυμι

Ρήμα

αποσβήνω (παθητική φωνή: αποσβήνομαι)

  1. αποσβένω, κάνω απόσβεση, ελαττώνω κάτι με κάποια διαδικασία
    • μειώνω την ένταση ή επιμερίζω
  2. σβήνω, κατασβήνω
  3. (μεταφορικά) εξαλείφω, διαγράφω, εξαφανίζω

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.