αποσβένω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αποσβένω < αρχαία ελληνική ἀποσβέννυμι

Ρήμα

αποσβένω (παθητική φωνή: αποσβένομαι)

  1. κάνω απόσβεση
  2. άλλη μορφή του αποσβήνω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.