ξεφορμάρω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξεφορμάρω < ξε και φόρμα

Ρήμα

ξεφορμάρω

  1. βγάζω κάτι από τη φόρμα, π.χ. γλυκό
  2. χαλάω το αρχικό σχήμα ενός αντικειμένου για να του δώσω νέο ή να το επιδιορθώσω (π.χ. παλιότερα τα ανδρικά καπέλα)
  3. καθαρίζω τη σόλα παπουτσιού για την επιδιόρθωση ή κατασκευή υποδήματος

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.