ξεφορμάρω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
ξεφορμάρω
- βγάζω κάτι από τη φόρμα, π.χ. γλυκό
- χαλάω το αρχικό σχήμα ενός αντικειμένου για να του δώσω νέο ή να το επιδιορθώσω (π.χ. παλιότερα τα ανδρικά καπέλα)
- καθαρίζω τη σόλα παπουτσιού για την επιδιόρθωση ή κατασκευή υποδήματος
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ξεφορμάρω | ξεφόρμαρα | θα ξεφορμάρω | να ξεφορμάρω | ξεφορμάροντας | |
| β' ενικ. | ξεφορμάρεις | ξεφόρμαρες | θα ξεφορμάρεις | να ξεφορμάρεις | ξεφόρμαρε | |
| γ' ενικ. | ξεφορμάρει | ξεφόρμαρε | θα ξεφορμάρει | να ξεφορμάρει | ||
| α' πληθ. | ξεφορμάρουμε | ξεφορμάραμε | θα ξεφορμάρουμε | να ξεφορμάρουμε | ||
| β' πληθ. | ξεφορμάρετε | ξεφορμάρατε | θα ξεφορμάρετε | να ξεφορμάρετε | ξεφορμάρετε | |
| γ' πληθ. | ξεφορμάρουν(ε) | ξεφόρμαραν ξεφορμάραν(ε) |
θα ξεφορμάρουν(ε) | να ξεφορμάρουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ξεφορμάρισα | θα ξεφορμάρω | να ξεφορμάρω | ξεφορμάρει | ||
| β' ενικ. | ξεφορμάρισες | θα ξεφορμάρεις | να ξεφορμάρεις | ξεφορμάρισε | ||
| γ' ενικ. | ξεφορμάρισε | θα ξεφορμάρει | να ξεφορμάρει | |||
| α' πληθ. | ξεφορμάραμε | θα ξεφορμάρουμε | να ξεφορμάρουμε | |||
| β' πληθ. | ξεφορμάρατε | θα ξεφορμάρετε | να ξεφορμάρετε | ξεφορμάρετε | ||
| γ' πληθ. | ξεφορμάρισαν ξεφορμάραν(ε) |
θα ξεφορμάρουν(ε) | να ξεφορμάρουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ξεφορμάρει | είχα ξεφορμάρει | θα έχω ξεφορμάρει | να έχω ξεφορμάρει | ||
| β' ενικ. | έχεις ξεφορμάρει | είχες ξεφορμάρει | θα έχεις ξεφορμάρει | να έχεις ξεφορμάρει | έχε ξεφορμαρισμένο | |
| γ' ενικ. | έχει ξεφορμάρει | είχε ξεφορμάρει | θα έχει ξεφορμάρει | να έχει ξεφορμάρει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ξεφορμάρει | είχαμε ξεφορμάρει | θα έχουμε ξεφορμάρει | να έχουμε ξεφορμάρει | ||
| β' πληθ. | έχετε ξεφορμάρει | είχατε ξεφορμάρει | θα έχετε ξεφορμάρει | να έχετε ξεφορμάρει | έχετε ξεφορμαρισμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν ξεφορμάρει | είχαν ξεφορμάρει | θα έχουν ξεφορμάρει | να έχουν ξεφορμάρει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) ξεφορμαρισμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) ξεφορμαρισμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) ξεφορμαρισμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) ξεφορμαρισμένο | |||||
Μεταφράσεις
ξεφορμάρω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.