αποκερματισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αποκερματισμός οι αποκερματισμοί
      γενική του αποκερματισμού των αποκερματισμών
    αιτιατική τον αποκερματισμό τους αποκερματισμούς
     κλητική αποκερματισμέ αποκερματισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποκερματισμός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

αποκερματισμός αρσενικό

  • (πληροφορική) defragmentation: βλ. συνώνυμο ανασυγκρότηση. Ο όρος αποκερματισμός χρησιμοποιούταν στις παλαιότερες ελληνικές εκδόσεις των Microsoft Windows (πριν τα XP) [1]

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Άγγελος Κυρίτσης, Ανασυγκρότηση Δίσκου στα Windows (Defrag) - Πρώτα Βήματα, από pcsteps.gr. Δημοσίευση 2014-03-04. Προσπέλαση 2020-07-14.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.