αποθηκευτικά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | αποθηκευτικά | ||
| γενική | των | αποθηκευτικών | ||
| αιτιατική | τα | αποθηκευτικά | ||
| κλητική | αποθηκευτικά | |||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αποθηκευτικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αποθηκευτικός
Μεταφράσεις
αποθηκευτικά
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.