απογίνομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

απογίνομαι < αρχαία ελληνική ἀπογίνομαι / ἀπογίγνομαι

Ρήμα

απογίνομαι (αποθετικό ρήμα)

  1. γίνομαι
  2. καταλήγω
  3. (για φρούτα) ωριμάζω
  4. ξεγίνομαι
  5. παραγίνομαι
  6. γίνομαι χειρότερος, χειροτερεύω
  7. δε φέρομαι σωστά, παραφέρομαι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.