απαλοιφή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | απαλοιφή | οι | απαλοιφές |
| γενική | της | απαλοιφής | των | απαλοιφών |
| αιτιατική | την | απαλοιφή | τις | απαλοιφές |
| κλητική | απαλοιφή | απαλοιφές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απαλοιφή < (ελληνιστική κοινή) ἀπαλοιφή
απαλοιφή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεταφράσεις
απαλοιφή
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.