αξιωματικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αξιωματικότητα οι αξιωματικότητες
      γενική της αξιωματικότητας των αξιωματικοτήτων
    αιτιατική την αξιωματικότητα τις αξιωματικότητες
     κλητική αξιωματικότητα αξιωματικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αξιωματικότητα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

αξιωματικότητα θηλυκό

  • (φιλοσοφία) επίκληση σε αρχές και αξιώματα και όχι σε αποδείξεις ή επιχειρήματα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.