αξιωματικίνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αξιωματικίνα οι αξιωματικίνες
      γενική της αξιωματικίνας των αξιωματικίνων
    αιτιατική την αξιωματικίνα τις αξιωματικίνες
     κλητική αξιωματικίνα αξιωματικίνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αξιωματικίνα < αξιωματικός + κατάληξη θηλυκού -ίνα

Ουσιαστικό

αξιωματικίνα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.