αντιφωνία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αντιφωνία | οι | αντιφωνίες |
| γενική | της | αντιφωνίας | των | αντιφωνιών |
| αιτιατική | την | αντιφωνία | τις | αντιφωνίες |
| κλητική | αντιφωνία | αντιφωνίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αντιφωνία < ιταλική antifonia < ελληνιστική ἀντιφωνία (αν και τότε η λέξη ἀντιφωνία σήμαινε διχόνοια)
Ουσιαστικό
αντιφωνία θηλυκό
- η εναλλάξ συμμετοχή σε ένα μουσικό κομμάτι τραγουδιστών ή ομάδων τραγουδιστών / χορωδών
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.