αντιρρύπανση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντιρρύπανση οι αντιρρυπάνσεις
      γενική της αντιρρύπανσης* των αντιρρυπάνσεων
    αιτιατική την αντιρρύπανση τις αντιρρυπάνσεις
     κλητική αντιρρύπανση αντιρρυπάνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αντιρρυπάνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αντιρρύπανση < αντι- + ρύπανση

Ουσιαστικό

αντιρρύπανση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.