αντιλάμπισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αντιλάμπισμα | τα | αντιλαμπίσματα |
| γενική | του | αντιλαμπίσματος | των | αντιλαμπισμάτων |
| αιτιατική | το | αντιλάμπισμα | τα | αντιλαμπίσματα |
| κλητική | αντιλάμπισμα | αντιλαμπίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αντιλάμπισμα < αντιλαμπίζω + -μα
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
αντιλάμπισμα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.