αντιευρωπαϊστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αντιευρωπαϊστής οι αντιευρωπαϊστές
      γενική του αντιευρωπαϊστή των αντιευρωπαϊστών
    αιτιατική τον αντιευρωπαϊστή τους αντιευρωπαϊστές
     κλητική αντιευρωπαϊστή αντιευρωπαϊστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αντιευρωπαϊστής < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

αντιευρωπαϊστής αρσενικό

  • αυτός που στρέφεται καταφανώς ενάντια στο ευρωπαϊκό εγχείρημα και επιθυμεί τη διάλυσή του και την επιστροφή όλων των κυριαρχιών, που δόθηκαν στους ενωσιακούς θεσμούς με τις συνθήκες, πίσω στα κράτη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.