αντιδογματικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αντιδογματικότητα | οι | αντιδογματικότητες |
| γενική | της | αντιδογματικότητας | των | αντιδογματικοτήτων |
| αιτιατική | την | αντιδογματικότητα | τις | αντιδογματικότητες |
| κλητική | αντιδογματικότητα | αντιδογματικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.