αντίκρυσμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αντίκρυσμα τα αντικρύσματα
      γενική του αντικρύσματος των αντικρυσμάτων
    αιτιατική το αντίκρυσμα τα αντικρύσματα
     κλητική αντίκρυσμα αντικρύσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

αντίκρυσμα ουδέτερο

Σημειώσεις

  • η γραφή με γιώτα (αντίκρισμα) θεωρείται επικρατέστερη[1]

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.