ανοσοσφαιρίνη

Το περιεχόμενο αυτής της σελίδας χρειάζεται αναθεώρηση. Μπορείτε να βρείτε ή να αφήσετε σχόλια στη σελίδα συζήτησης «ανοσοσφαιρίνη».

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανοσοσφαιρίνη οι ανοσοσφαιρίνες
      γενική της ανοσοσφαιρίνης των ανοσοσφαιρινών
    αιτιατική την ανοσοσφαιρίνη τις ανοσοσφαιρίνες
     κλητική ανοσοσφαιρίνη ανοσοσφαιρίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

ανοσοσφαιρίνη (el) θηλυκό

  • (βιοχημεία)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.