ανθοπώλιδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανθοπώλιδα οι ανθοπώλιδες
      γενική της ανθοπώλιδας των ανθοπωλίδων
    αιτιατική την ανθοπώλιδα τις ανθοπώλιδες
     κλητική ανθοπώλιδα ανθοπώλιδες
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανθοπώλιδα < (καθαρεύουσα) ανθοπώλις

Ουσιαστικό

ανθοπώλιδα θηλυκό και ανθοπώλις ή ανθοπώλισσα

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε ανθοπώλης

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.