ανθογραφία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανθογραφία οι ανθογραφίες
      γενική της ανθογραφίας των ανθογραφιών
    αιτιατική την ανθογραφία τις ανθογραφίες
     κλητική ανθογραφία ανθογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανθογραφία < ανθο- + -γραφία

Ουσιαστικό

ανθογραφία θηλυκό

  • (ζωγραφική) η ζωγραφική θεματολογία λουλουδιών

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.