ανεξαρτητοποίηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανεξαρτητοποίηση οι ανεξαρτητοποιήσεις
      γενική της ανεξαρτητοποίησης* των ανεξαρτητοποιήσεων
    αιτιατική την ανεξαρτητοποίηση τις ανεξαρτητοποιήσεις
     κλητική ανεξαρτητοποίηση ανεξαρτητοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανεξαρτητοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανεξαρτητοποίηση < ανεξαρτητοποιώ + -ση

Ουσιαστικό

ανεξαρτητοποίηση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.