ανενεργοποιώ
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
ανενεργοποιώ
<
α-
στερητικό
+
ενεργοποιώ
Ρήμα
ανενεργοποιώ
καθιστώ
κάτι
ανενεργό
διακόπτω
κάποια
δράση
Μεταφράσεις
ανενεργοποιώ
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.