ανδραδέλφη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανδραδέλφη οι ανδραδέλφες
      γενική της ανδραδέλφης των ανδραδελφών
    αιτιατική την ανδραδέλφη τις ανδραδέλφες
     κλητική ανδραδέλφη ανδραδέλφες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανδραδέλφη < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ανδραδέλφη θηλυκό

  • η αδελφή του συζύγου
    η νεόνυμφος μετά του συζύγου της εκατοίκησεν εις το σπίτι της ανδραδέλφης της της χήρας (Παπαδιαμάντης)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.