αναφωνώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αναφωνώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀναφωνῶ, συνηρημένος τύπος του ἀναφωνέω[1] < ἀνά + φωνέω

Προφορά

ΔΦΑ : /a.na.foˈno/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αναφωνώ

Ρήμα

αναφωνώ, πρτ.: αναφωνούσα, αόρ.: αναφώνησα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. εκφράζομαι επιφωνηματικά ή με μια-δυο λέξεις σαν να απευθύνομαι σε μια ανώτερη δύναμη ή να μονολογώ
    Παναγία μου! αναφώνησε αηδιασμένος και σοκαρισμένος μόλις είδε...
  2. βγάζω δυνατή φωνή, επιφώνημα, κραυγή
    Ωχ! αναφώνησε με το πρώτο γκολ.

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.