λεγόμενο
Νέα ελληνικά (el)
Ουσιαστικό
λεγόμενο ουδέτερο
- αυτό που λέγεται (για χαρακτηριστική λέξη ή φράση)
- κατά το κοινώς λεγόμενο: κατά τη συνηθισμένη έκφραση / όπως το λένε συνήθως
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.