αναλαμπίδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αναλαμπίδα | οι | αναλαμπίδες |
| γενική | της | αναλαμπίδας | των | αναλαμπίδων |
| αιτιατική | την | αναλαμπίδα | τις | αναλαμπίδες |
| κλητική | αναλαμπίδα | αναλαμπίδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.